- ανεξαιρέτως
- επίρρ. без исключения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξαίρετος — η, ο 1. αυτός που δεν εξαιρείται ή δεν μπορεί να εξαιρεθεί 2. επίρρ. ανεξαιρέτως κ. αίρετα χωρίς εξαίρεση, χωρίς διάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον διδάσκαλο του Γένους και καθηγητή της Ιστορίας… … Dictionary of Greek
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος … Dictionary of Greek
αδιάφορος — η, ο (Α ἀδιάφορος, ον) [διαφέρω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται για κάποιον ή κάτι, αμελής, ψυχρός 2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, ασήμαντος, αμελητέος 3. επίρρ. αδιαφόρως ανεξαιρέτως, αδιακρίτως αρχ. 1. αυτός που δεν διαφέρει από άλλον … Dictionary of Greek
απαξάπας — ασα, αν (AM ἁπαξάπας) όλος ανεξαιρέτως, ολόκληρος, όλος με μιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθετο: άπαξ + άπαξ (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)] … Dictionary of Greek
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ … Dictionary of Greek
ομοφωνία — Μουσικός όρος κατά τον οποίο μια μελωδική γραμμή συνδυάζεται με άλλους μουσικούς φθόγγους που τη συνοδεύουν, συμπληρώνοντας την αρμονικά και ρυθμικά. Με αυτή την έννοια η ο. διαχωρίζεται τόσο από την πολυφωνία, όσο και από τη μονοφωνία –όπου μία… … Dictionary of Greek
παναριθμώ — παναριθμῷ (Α) επίρρ. απαξάπαντες, όλοι ή όλα μαζί ανεξαιρέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀριθμός] … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek